Όταν οι μαθητές δημιουργούν…

΄Οταν οι μαθητές δημιουργούν……….

5iRebBria

 Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας τα παιδιά εφορμώντας από το διδαγμένο κείμενο δημιούργησαν τα δικά τους κείμενα δίνοντας δείγματα δημιουργικής γραφής που αξίζουν την προσοχή μας. ΄Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πώς ένα λογοτέχνημα μπορεί να πυροδοτήσει τη φαντασία των παιδιών ώστε να  δημιουργηθούν  καινούρια εκπονήματα.

Λέων Τολστόι, Ο παππούς και το εγγονάκι

Θεατρική διασκευή από τη μαθήτρια του τμήματος Α1 Καραχάλιου Όλγα

(Σκηνή/Πράξη 1η )

[Είμαστε στο εσωτερικό ενός αγροτόσπιτου. Στο δωμάτιο υπάρχει ένα τζάκι όπου ανάβει φωτιά. Δεξιά και αριστερά από το τζάκι υπάρχουν πεζούλες, ντυμένες με στρωσίδια, γιατί χρησιμοποιούνται ως κρεβάτια. Στη μία πεζούλα είναι ξαπλωμένος ένας γέροντας.]

Μπαίνει στο δωμάτιο μια γυναίκα, που είναι ντυμένη με απλά ρούχα. Στη μέση φοράει ποδιά, στο κεφάλι έχει δεμένο ένα μαντήλι και φοράει στα πόδια τσόκαρα με χοντρές κάλτσες. Ο γέροντας είναι μισοκοιμισμένος. Η γυναίκα τον πλησιάζει κρατώντας ένα πήλινο πιάτο με φακές και τον σκουντά απότομα και του λέει:

-Πατέρα,ξύπνα! Μεσημέριασε. Σου έφερα ένα πιάτο φακές.

Ο γέρος κάνει να σηκωθεί αλλά δεν τα καταφέρνει. Τότε λέει στη γυναίκα:

-Μωρέ νύφη, βοήθα με να σηκωθώ.

-Ανάθεμα σε, γέρασες και πρέπει να σε φροντίζουμε σα μωρό. Με ρωτάς αν έχω χρόνο να ασχολούμαι μαζί σου; Δώσε μου το χέρι, για να ανασηκωθείς να φας και άσε τα νάζια.

-Δέσποινα, έχεις δίκιο αλλά τα γεράματα, κόρη μου, είναι ό,τι χειρότερο για τον άνθρωπο.

-Παππού, τα πολλά λόγια είναι φτώχια! Ορίστε το πιάτο. Κάτσε εδώ να φας ήσυχα, για να κάνω κι εγώ τις δουλειές μου.

Ενώ του δίνει το πιάτο, τα χέρια του γέρου τρέμουν. Πέφτει το πιάτο στο πάτωμα. Σπάει και σκορπίζονται τα κομμάτια δεξιά και αριστερά. Η γυναίκα αγανακτισμένη αρχίζει να του φωνάζει:

-Άχρηστε, παλιόγερε, δεν μπορείς να κρατήσεις τίποτα με τα βρωμόχερά σου! Ποιος βρε θα καθαρίσει το πάτωμα; Νομίζεις ότι το φαγητό μας είναι μπόλικο για να το σκορπίζουμε; (Τον τινάζει από τον ώμο και συνεχίζει.). Ο γιος σου δουλεύει στα χωράφια από το πρωί ως το βράδυ για να έχεις εσύ ένα πιάτο φαΐ και εσύ, βρε αθεόφοβε, το πέταξες κάτω; Φτου να μου χαθείς! Είχα, δεν είχα σε φορτώθηκα.

-Αχ, τα έρημα τα γεράματα…Μόνο ανημπόρια φέρνουν. Χωρίς να το θέλω έγινα φόρτωμα στα παιδιά μου, είπε ψιθυρίζοντας.

-Άκου να σου πω, από ‘δω και στο εξής θα σου φέρνω φαγητό σε μια ξύλινη γαβάθα. Αλλιώς θα μου σπάσεις όλα τα πιάτα.

(Μουσική και Σκηνή/Πράξη 2η)

[Βρισκόμαστε στην αυλή του σπιτιού. Κάτω από μια κληματαριά υπάρχει ένα τραπέζι και δύο καρέκλες καφενείου. Ένας άντρας και μια γυναίκα κάθονται και πίνουν τον καφέ τους. Σε μια γωνιά της αυλής σε ένα μικρό σκαμνάκι κάθεται ένα μικρό αγόρι και σκαλίζει ένα κομμάτι κούτσουρο.]

-Εεε, Μίσα, τί κάνεις εκεί;

-Μια μεγάλη ξύλινη γαβάθα πατερούλη!

-Είναι δουλειά για το σχολείο;

-Όχι!

(Η μητέρα του μιλάει.)

-Δεν καταλαβαίνω το λόγο που βασανίζεσαι με αυτό το κούτσουρο.

(Λέει ο πατέρας.)

-Αλήθεια, τί θα την κάνεις τη γαβάθα;

-Είναι απλό. Θα σας δίνω φαγητό μέσα σε αυτήν, όταν θα γεράσετε.

(Την ίδια στιγμή η μητέρα, ενώ έπινε τον καφέ της, κόντεψε να πνιγεί!)

(Ο πατέρας)

-Τι λόγια είναι αυτά Μίσα!

(Η μητέρα)

-Άσε ήσυχο το παιδί! Δε φταίει σε τίποτα. Ό,τι βλέπει κάνει. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μας.

(Ο πατέρας σηκώθηκε, κουνώντας αργά το κεφάλι.)

(Μουσική και Σκηνή/Πράξη 3η )

[Ξανά στο εσωτερικό του σπιτιού.]

(Η γυναίκα πλησιάζει τον γέρο-παππού.)

-Πατέρα, θέλεις κάτι; Έχεις καμιά ανάγκη;

(Ο παππούς κοιτάζει με απορία τη νύφη του.)

-Όχι κόρη μου. Να είσαι καλά.

Η γυναίκα κάθεται στην πεζούλα κοντά στον παππού. Παίρνει τα χέρια του μέσα στα δικά της και του λέει δακρυσμένη:

-Συγχώρα με, πατέρα, για το κακό μου φέρσιμο. Οι ανάγκες της ζωής με έχουν κάνει σκληρή και απότομη. Θέλω να ξεχάσεις κάθε πικρή κουβέντα που σου έχω πει!

-Έννοια σου κόρη μου. Δε θυμάμαι να μου έχεις πει καμιά κακή κουβέντα.

-Πατέρα μου, να ζήσεις άλλα τόσα χρόνια κοντά μας και να σε χαιρόμαστε! Το καλύτερο φάρμακο για τις δυσκολίες της ζωής είναι η συντροφιά και η καλή σου κουβέντα.

Ο παππούς, χαϊδεύοντας το κεφάλι της νύφης του, της λέει:

-Είμαι πολύ τυχερός που σε έχω νύφη. Να είσαι ευλογημένη, κόρη μου.

(Η νύφη σκύβει και φιλάει το χέρι του παππού.)

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Related Post

Ειρήνη Μαρρά «Τα κόκκινα λουστρίνια»Ειρήνη Μαρρά «Τα κόκκινα λουστρίνια»

«Τα λουστρινένια γοβάκια» συνέχεια της ιστορίας από τη μαθήτρια Αφροδίτη Γρηγοριάδου …Συλλογίστηκε λοιπόν τι θα έκανε. Να τα έδινε στην αδερφή του ή στην αγαπημένη του; Ήξερε πως η αδερφή του