Ειρήνη Μαρρά «Τα κόκκινα λουστρίνια»

«Τα λουστρινένια γοβάκια» συνέχεια της ιστορίας από τη μαθήτρια Αφροδίτη Γρηγοριάδου

…Συλλογίστηκε λοιπόν τι θα έκανε. Να τα έδινε στην αδερφή του ή στην αγαπημένη του; Ήξερε πως η αδερφή του τα χρειαζόταν και θα τα λάτρευε. Όμως ήθελε να μιλήσει στην κόρη του δασκάλου έστω και για λίγο και να τον συμπαθήσει, το ήθελε από την πρώτη στιγμή που την είδε.

Όταν ήρθε η ώρα για να πλαγιάσουν στα κρεβάτια και να κοιμηθούν, εκείνος αναποφάσιστος προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά ύπνος δεν του ερχόταν. Ανακάθισε λοιπόν στο κρεβάτι, ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο. Όλο το βράδυ, μάτι δεν έκλεισε. Κι όμως. Βρήκε τι θα έκανε! Το πρωί, χαρούμενος ντύθηκε με όρεξη και έτρεξε στη δουλειά του, στο τσαγκαράδικο. Αμέσως μόλις το αφεντικό τον άφησε μόνο του, έπιασε δουλειά. Το είχε πάρει απόφαση. Θα έφτιαχνε άλλο ένα ζευγάρι λουστρίνια! Έτσι και θα έκανε την αδερφή του χαρούμενη, και θα είχε έστω μία πιθανότητα  να κερδίσει τη συμπάθεια της κοπέλας που αγαπούσε. Όσο όμως το σκεφτόταν, τόσο πιο πολύ του έρχονταν αμφιβολίες για το αν θα καταφέρει να πετύχει το σκοπό του. Είχε ξοδέψει όλα του τα λεφτά για να  φτιάξει τα κόκκινα λουστρίνια, λεφτά που μάζευε χρόνια. Θα ήταν αδύνατον να προλάβει να φτιάξει άλλο ένα ζευγάρι από δαύτα, αφού θα ‘πρεπε να μαζέψει άλλα τόσα λεφτά, κάτι πολύ δύσκολο να το πετύχει πιο γρήγορα απ’ ότι του πήρε να μαζέψει τα προηγούμενα. Δυστυχία πλημμύρισε τις σκέψεις του και απογοητευμένος προσπάθησε να βρει μια λύση.

Εκείνη τη στιγμή, ο άνδρας με τα δέρματα μπήκε στο μαγαζί ψάχνοντας το αφεντικό. Είδε το αγόρι πάνω στον πάγκο με μια λυπημένη έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό του. <<Τι τρέχει αγόρι μου;>>, το ρώτησε με ενδιαφέρον. Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένο. Μετά χαμήλωσε πάλι το βλέμμα του και απάντησε <<Τίποτα κύριε, ένα διάλειμμα κάνω απλώς.>>, και στρώθηκε ξανά στη δουλειά που του είχε αναθέσει το αφεντικό. <<Ω σίγουρα κάτι τρέχει>>. <<Όχι κύριε απλά κούραση>>, είπε το αγόρι προσπαθώντας να τον πείσει πως τίποτα δεν έτρεχε. <<Δεν μου φαίνεται εμένα σύμπτωση το ότι πριν από λίγες μονάχα μέρες αγόρασες αυτό το πανάκριβο λουστρινένιο δέρμα  και τώρα φαίνεσαι τόσο κακόκεφος>>. Το αγόρι προσπάθησε να βρει μια δικαιολογία, αλλά τίποτα δεν του ερχόταν στο μυαλό. Οπότε αποφάσισε να πει στον άνδρα το θέμα που τον προβλημάτιζε. <<Να, κύριε έφτιαξα κάτι πολύ όμορφα λουστρινένια γοβάκια για μια κοπέλα και η αλήθεια είναι πως συνειδητοποίησα πως η αδερφή μου είναι αυτή που τα έχει περισσότερο ανάγκη. ‘ Eτσι αποφάσισα να φτιάξω άλλο ένα ζευγάρι από τούτα, αλλά δεν έχω άλλα χρήματα για να αγοράσω άλλο δέρμα>>. Ο άνδρας συγκινήθηκε από τον τρόπο που του τα είπε όλα αυτά το παιδί. Στην  πραγματικότητα ο νεαρός του θύμισε τον δικό του παλιό έρωτα, όταν ήταν νέος ακόμα. <<Θες λοιπόν να κάνουμε μια συμφωνία, νεαρέ; Μου φαίνεται πως λες την αλήθεια, οπότε άμα θέλεις, εγώ μπορώ να σου δώσω το δέρμα που χρειάζεσαι. Αν όμως μου λες ψέματα, θα καλέσω τους αστυνόμους και θα πω πως με έκλεψες. Κατανοητό;>>.  Το  πρόσωπο του αγοριού μεμιάς φωτίστηκε και εμφανίστηκε ένα αχνό χαμόγελο. <<Ναι κύριε, όμως κι εγώ πρέπει να σας ανταποδώσω τη χάρη που μου κάνετε, αλλιώς δεν δέχομαι>>, απάντησε. <<Μου φαίνεσαι τίμιο αγόρι, οπότε το δέρμα μπορείς να το έχεις και όταν μαζέψεις τα χρήματα, είσαι ευπρόσδεκτος να με ξεπληρώσεις>>. Το αγόρι ένευσε καταφατικά συμφωνώντας. Έτσι λοιπόν έβγαλε ο άνδρας τα δέρματα από την τσάντα που τα φύλαγε και άφησε το αγόρι να διαλέξει.

Εκείνος διάλεξε το γαλανό χρώμα. Έμοιαζε με το χρώμα τ’ ουρανού, μόνο που γυάλιζε περισσότερο. Ήξερε πως αυτό ήταν το χρώμα που ταίριαζε στην αδερφή του. Από ‘κείνη τη μέρα δούλευε πυρετωδώς μέχρι να τα τελειώσει. Όταν πια είχαν τελειοποιηθεί, σταμάτησε για να τα θαυμάσει. Ήταν πανέμορφα. Χωρίς να χάσει χρόνο, έτρεξε στο σπίτι του. Εκεί βρήκε την αδερφή του να κάνει δουλειές. Με μία κίνηση της τα έδωσε. Το κορίτσι έκπληκτο τα κοίταξε με δέος. Αγκάλιασε τον αδερφό της ξεσπώντας σε κλάματα. Χαρούμενος που της άρεσαν, ανέβηκε στο δωμάτιό του.

Βρήκε τα κόκκινα λουστρίνια που φυλούσε σε ένα κουτί και βρήκε τη  μητέρα του. Συμφώνησαν να πάνε το ίδιο κιόλας βράδυ. Με ανυπομονησία και αγωνία φαντάστηκε το κορίτσι. Περίμενε να δει τα γυαλιστερά της μάτια. Φαντάστηκε να του λέει ευχαριστώ και να τον αγκαλιάζει όπως η αδερφή του…

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Related Post